Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Άπαντα»
Φιλολογική επιμέλεια
Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος
Έκδοση «ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη»
Συνεχίζουμε τον σχολιασμό των νέων «Απάντων» Παπαδιαμάντη, που είχαμε ξεκινήσει την προηγούμενη Κυριακή. Όπως ήδη αναφέραμε, πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες σειρές, αν όχι τη σημαντικότερη, εν μέσω των σειρών, υπό μορφή βιβλίων-προσφορών, που έχει εκδώσει, μέχρι σήμερα, η εφημερίδα «Το Βήμα» και τις οποίες φιλόδοξα αποκαλεί «Βιβλιοθήκη». Θυμίζουμε ότι αυτή η δεκαπεντάτομη σειρά προέκυψε ως παράγωγο από την πεντάτομη κριτική έκδοση των «Απάντων» του εκδοτικού οίκου «Δόμος». Παλαιό όνειρο του εκδότη Δημήτρη Μαυρόπουλου και του επιμελητή Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου ήταν η έκδοση της χρηστικής έκδοσης των «Απάντων». Ένα όνειρο θερινής νυκτός, δεδομένου ότι την κριτική έκδοση είχαν αρχίσει να την ετοιμάζουν από το 1979 και για την ολοκλήρωσή της απαιτήθηκε κοντά μια δεκαετία. Κι όμως, χάρις στο νέο εκδότη, μέσα στο εορταστικό του Παπαδιαμάντη έαρ, το όνειρό τους μεταμορφώθηκε σε ονειρεμένο θερινό ανάγνωσμα για χιλιάδες Έλληνες. Σύμφωνα με τον επιμελητή και πρώτον τη τάξει παπαδιαμαντολόγο, η εν λόγω έκδοση αξιολογείται ως η σημαντικότερη προσφορά στη μνήμη του Παπαδιαμάντη για τα εκατό χρόνια από το θάνατό του. Διαπίστωση που συνιστά μέγα έπαινο για την εφημερίδα, η οποία είχε την ιδέα και βεβαίως, διέθετε τα μέσα για την υλοποίησή της, αλλά, άρρητα, και ψόγο για τους εκδοτικούς οίκους, που δεν έπραξαν τα κατά δύναμη και περιορίστηκαν σε επανεκδόσεις ή και εκ του προχείρου, ανθολογίες διηγημάτων. Με αυτά ως προοίμιο, συνεχίζουμε τον σχολιασμό από το σημείο που τον είχαμε αφήσει, δηλαδή την προσθήκη Προλογικού Σημειώματος σε κάθε τόμο και Επίμετρου στο συνολικό έργο.
Πρόλογοι και επίλογος αποτελούν ένα σύνολο δεκαέξι κειμένων, ενώ οι συγγραφείς τους συνιστούν μια μικρότερη, δεκαμελή ομάδα, καθώς ο επιμελητής αναλαμβάνει τρεις προλόγους και τέσσερις συνεργάτες από δυο. Πρόκειται για συστηματικούς μελετητές του Παπαδιαμάντη, αλλά και για συγγραφείς μίας ή δύο σχετικών μελετών, ακόμη και καμίας. Ωστόσο, είναι οι επαγγελματικές και λοιπές ιδιότητές τους, αυτές που τους καθιστούν κατάλληλους για τη συγγραφή ενός παρόμοιου κειμένου, το οποίο απευθύνεται στο πλατύ κοινό. Επτά από αυτούς θήτευσαν ή και θητεύουν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Δύο, μάλιστα, είναι εν ενεργεία σχολικοί σύμβουλοι. Ο ένας εξ αυτών τυγχάνει μέλος της ομάδας συγγραφής του βιβλίου «Νεοελληνική Λογοτεχνία» για την Τρίτη Λυκείου, στο οποίο ο Παπαδιαμάντης συνιστά τη μια από τις επτά κύριες ενότητες. Πέντε είναι ποιητές. Δύο είναι βραβευμένοι διηγηματογράφοι. Δύο είναι θεολόγοι. Δυο είναι εκδότες του Παπαδιαμάντη, ο ένας της μητρικής έκδοσης. Σχεδόν όλοι απολαμβάνουν υπόληψης έγκριτου δοκιμιογράφου. Προφανώς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα σήμερα με τους πνευματικούς ανθρώπους, οι συγγραφείς των κειμένων έχουν περισσότερες της μίας ιδιότητες. Γεγονός που θα πρέπει να λειτούργησε καθοριστικά στην επιλογή τους από τον επιμελητή. Από την άλλη, αυτό, ακριβώς, μεγεθύνει τις προσδοκίες για ένα όχι συμβατικό κείμενο, αλλά για έναν πρόλογο, που θα παρακινεί εκείνον, που δεν γνωρίζει καλά ή και καθόλου τον Παπαδιαμάντη, να ξεκινήσει την ανάγνωση ενός τόμου. Ταυτόχρονα, όμως, ο κάθε πρόλογος έχει και ειδικότερο, διττό στόχο. Αφενός μεν θα πρέπει να προϊδεάζει για το κύριο μέρος του συγκεκριμένου τόμου και αφετέρου να λειτουργεί ως υποκατάστατο του φιλολογικού σχολιασμού της μητρικής έκδοσης, ο οποίος αφαιρέθηκε χάριν ευχρηστίας.
Η παρουσίαση μιας συναγωγής κειμένων είναι πάντοτε δυσχερής, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για προλόγους επιμέρους τμημάτων συγκεκριμένου έργου. Προς διευκόλυνση, ακολουθούμε τον υπάρχοντα χωρισμό των τόμων σε εκτενή πεζά, διηγήματα, ποιητικά και μη λογοτεχνικά κείμενα. Ορισμένοι προλογιστές (συνολικά τρεις), όπως επίσης ο επιλογιστής, τιτλοφορούν όλα ή κάποια από τα κείμενά τους, δίνοντάς έτσι σε έξι κείμενα την υπόσταση αυτοτελούς άρθρου, ενώ οι υπόλοιποι αρκούνται στον τίτλο του Προλογικού Σημειώματος. Μια πρώτη ενότητα αποτελούν οι πρόλογοι των πέντε πρώτων τόμων με τα εκτενή πεζά. Τους προλόγους των τριών εξ αυτών, εκείνους με περιττό αύξοντα αριθμό, γράφει ο επιμελητής («Η Φόνισσα»-«Χρήστος Μηλιόνης», «Οι Έμποροι των Εθνών», «Η Γυφτοπούλα»). Του δεύτερου («Τα Ρόδιν’ ακρογιάλια»-«Βαρδιάνος στα σπόρκα»), τον αναλαμβάνει ο Λουκάς Κούσουλας, τρόπον τινά δικαιωματικά, αφού, ήδη από το Πρώτο Συνέδριο Παπαδιαμάντη, το 1991, τον απασχολεί ο πρόλογος στα «Ρόδιν’ ακρογιάλια». Ενώ, του τέταρτου, για το πρώτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη, «Η Μετανάστις», τον επωμίζεται ο Δημήτρης Κοσμόπουλος. Και οι τρεις προσδιορίζουν το χρόνο γραφής των πεζών, σχολιάζουν το λογοτεχνικό είδος στο οποίο ανήκουν και συνοψίζουν την υπόθεση, ενθέτοντας παραθέματα. Εδώ, αλλά και γενικότερα στους προλόγους, λόγω μερικής ανατροπής της χρονολογικής σειράς κατά την παράταξη των πεζών, παρατηρούνται επικαλύψεις. Στους δυο προλόγους, του Κούσουλα και του Κοσμόπουλου, ο σχολιασμός μύθου και ηρώων αποτελεί το κυρίως θέμα. Αντιθέτως, ο Τριανταφυλλόπουλος δίνει βάρος στην πρόσληψη του έργου, παραθέτοντας σχετικά στοιχεία.
Καλή ιδέα, την οποία μόνο ένας προλογιστής με γνώση του θέματος μπορεί να πραγματώσει. Θα αναμενόταν, ωστόσο, να επιλέξει τις σημαντικότερες μελέτες, δίνοντας προσιτές σε ένα ευρύτερο κοινό και με κάποια πληρότητα παραπομπές. Για παράδειγμα, το “δοκίμιο” του Κωστή Μπαστιά «Ο Παπαδιαμάντης» είναι μεν αντιπροσωπευτικό του 1962, που εκδόθηκε, αλλά δεν είναι το μόνο, ώστε να αναφέρεται και στα τέσσερα πεζά ως η βασική παραπομπή και μάλιστα, σε ένα εξ αυτών, τους «Εμπόρους των Εθνών», η ανασκευή άποψης του Μπαστιά να καταλαμβάνει σχεδόν το ένα τρίτο του προλόγου. Μάλλον ο προλογιστής παρασύρεται από τον πρόλογο της επανέκδοσης του βιβλίου του Μπαστιά, που, όπως έχει εξαγγελθεί, ετοιμάζει εκ παραλλήλου. Παρασύρεται, όμως, και από το ευρύ γνωστικό του πεδίο, θεωρώντας ως αυτονόητα πρόσωπα και έντυπα. Λ.χ., σχολιάζοντας τη «Φόνισσα», αναφέρει παρατήρηση του Β. Ν. Μπόνου, άνευ λοιπών στοιχείων. Πόσοι, όμως, γνωρίζουν τον ευβοέα ποιητή και την ενασχόλησή του με τον σκιαθίτη γείτονά του; Κατά τα άλλα, στις τρεις, όλες κι όλες, παραπομπές, που δίνει γι’ αυτό το σημαντικό πεζό, συμπεριλαμβάνει άρθρο σε αξιόλογο μεν αλλά μικρής εμβέλειας εκκλησιαστικό περιοδικό. Ενώ, για τη «Γυφτοπούλα», παραπέμπει σε μελέτημά του, δίνοντας ως πηγή εξαντλημένο βιβλίο του 1992, παρότι ακέραιο το κείμενο έχει αναδημοσιευτεί, τουλάχιστον άλλες δύο φορές, σε βιβλία της τελευταίας εξαετίας. Παρασύρεται, επίσης, από τον οίστρο του, καταλήγοντας έναν εκ των προλόγων με το ρητορικό αλλά σκοτεινό για τους πολλούς ερώτημα: «Ο Παπαδιαμάντης ούτε ανθελληνικός ήταν ούτε ανελλήνιστος – μα τι λέω τώρα;» Πράγματι, τι λέει;, απορεί και ο δύσμοιρος αναγνώστης, ποιος και πότε αποκάλεσε τον Παπαδιαμάντη ανθελληνικό και ανελλήνιστο;
Από την άλλη, αξιοσημείωτες είναι οι ασαφείς εκφράσεις στον πρόλογο του πρώτου τόμου της σειράς, στις οποίες αναγκάζεται να καταφύγει αυτός ο ακριβολόγος φιλόλογος: «Οι αυτοτελείς εκδόσεις της Φόνισσας είναι πάμπολλες...Το πλήθος των εκδόσεων, που μάλλον δεν έχουν καταγραφεί, το ανταγωνίζονται οι απειράριθμες και επίσης βιβλιογραφικά ανυπότακτες μελέτες...» Κι αυτό, λόγω απουσίας Βιβλιογραφίας Παπαδιαμάντη. Αυτό το “μέγα καλό και πρώτο στη φιλολογία”, που ο ίδιος στον “εικοσιπεντάχρονο πλουν” του δεν θεώρησε ως πρώτο μέλημα. Και καλά ως πρώτο μέλημα, αλλά γιατί όχι ως δεύτερο, υπό τη μορφή προτροπής προς νεότερους, αποτελεσματικής χάρις στο γόητρο που, εδώ και χρόνια, απολαμβάνει; Πιστεύουμε ότι τη μομφή για τη μη κατάρτιση Βιβλιογραφίας κατά την μεταπολιτευτική τριακονταπενταετία την μοιράζεται δικαιωματικά με τους δυο τρεις παπαδιαμαντολόγους, που κατείχαν ή κατέχουν πανεπιστημιακούς θώκους.
Ερχόμαστε στη δεύτερη ενότητα, αυτή των διηγημάτων, που συγκεντρώνονται στους οκτώ επόμενους τόμους (6-13). Πρόκειται για 167 διηγήματα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το προ διετίας εντοπισθέν. Μαζί με τα δυο “κοινωνικά μυθιστορήματα” («Η Φόνισσα» και «Τα Ροδιν’ ακρογιάλια) και τα δυο εκτενή πεζά αλλά όχι μυθιστορήματα («Χρήστος Μηλιόνης» και «Βαρδιάνος στα σπόρκα») φθάνουν τα 171 και αποτελούν το διηγηματικό σώμα του Παπαδιαμάντη. Κατά το μοίρασμα σε τόμους, ρυθμιστικός παράγων στάθηκε η ανάγκη παραπλήσιου αριθμού σελίδων ανά τόμο. Είναι, ωστόσο, εμφανές, ότι υπήρχε η δυνατότητα να διατηρηθούν ορισμένες τουλάχιστον χρονολογικές ενότητες, όπως δημιουργούνται από την παράταξη των κειμένων. Το παράδοξο είναι ότι η διατάραξή τους φαίνεται να μην γίνεται αντιληπτή από ορισμένους προλογιστές, ενώ, αντιθέτως, σε μια περίπτωση, γίνεται κατά απαίτησή του.
Αναλυτικότερα, στον έκτο τόμο συμπεριλαμβάνονται τα 17 διηγήματα της περιόδου Χριστούγεννα 1887-Χριστούγεννα 1891, στον επόμενο τα επτά από τα οκτώ διηγήματα του 1892. Ενώ, στον μεθεπόμενο, σύμφωνα με τον προλογιστή, Σταύρο Ζουμπουλάκη, δεκατέσσερα, δημοσιευμένα από τα τέλη του 1893 ως την 1 Ιανουαρίου 1896. Άρα, είτε έχουμε κενό γραφής είτε παράλειψη διηγημάτων. Τίποτα από τα δύο. Στον τόμο, συμπεριλαμβάνεται το χριστουγεννιάτικο του 1892, «Οι ελαφροΐσκιωτοι», που περίσσεψε από τον προηγούμενο, καθώς και τα δύο των πρώτων μηνών του 1893. Ο γράφων μάλλον πρόσεξε μόνο το προτασσόμενο διήγημα, όπου και τον παρέσυρε η διαφορά στις ημερομηνίες γραφής και πρώτης δημοσίευσης. Παρομοίως, ο προλογιστής του δωδέκατου τόμου, Τασούλα Καραγεωργίου, διατείνεται ότι τα 30 διηγήματα του τόμου είναι δημοσιευμένα την περίοδο 1907-1912, ενώ τα δυο πρώτα δημοσιεύτηκαν Δεκέμβριο 1906. Αντιθέτως, ο προλογιστής του ένατου τόμου, Στέλιος Παπαθανασίου, για να υποστηρίξει τα συμπεράσματά του παρεμβαίνει σε βάρος της χρονολογικής ενότητας. Ο συγκεκριμένος τόμος, με δυο επιπλέον διηγήματα, θα κάλυπτε ακέραια τα έτη 1896 έως και 1900. Εξαιρούνται, όμως, το πρώτο διήγημα του 1896 και το τελευταίο του 1900. Έτσι, προκύπτει ένας τόμος, όπου το πρώτο διήγημα είναι «Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης» και το τελευταίο, «Ο Γείτονας με το λαγούτο». Σε αυτήν τη διάταξη, στηρίζει ο Παπαθανασίου τον πρόλογό του, εξαίροντας το πρώτο ως το καλύτερο των αθηναϊκών και υποβιβάζοντας το τελευταίο. Επιπροσθέτως, το τελευταίο του 1900, «Η Φαρμακολύτρια», ως εναρκτήριο του επόμενου τόμου, το καθιστά ακρογωνιαίο λίθο του δεύτερου προλόγου, που συγγράφει.
Και μόνο αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι τα συγκεκριμένα διηγήματα ενός τόμου δεν είναι το κυρίως θέμα των προλόγων. Αντί για το corpus των διηγημάτων, που κλήθηκε έκαστος να παρουσιάσει, οι περισσότεροι σχολιάζουν ένα διήγημα, κάνοντας αναφορά, δίκην παραδείγματος, σε δυο-τρία από τα υπόλοιπα ή και σε διηγήματα άλλων τόμων, όταν τα λοιπά διηγήματα του τόμου δεν ταιριάζουν με τις προτιμήσεις τους. Κατά κανόνα, προβάλλουν το διήγημα, με το οποίο τιτλοφορείται ο τόμος. Κι αυτό όχι ως αντιπροσωπευτικό της ομάδας, αλλά ως το, κατά τη γνώμη τους, κορυφαίο. Άλλωστε, πιθανώς, με βάση τις προτιμήσεις τους και με τη σύμφωνη γνώμη του επιμελητή, να έγινε η επιλογή του. Όπως και να έχει, θυμίζουν τον Λάκη Προγκίδη, αν δεν πατούν στα βήματά του, ο οποίος ανακήρυξε τον Παπαδιαμάντη μυθιστοριογράφο εφάμιλλο των Ευρωπαίων με βάση ένα και μοναδικό διήγημα. Ακόμη, όμως, και τρεις εξ αυτών, που θεωρούν ότι επιβάλλεται να σχολιάσουν περισσότερα και λειτουργώντας ως φιλότιμοι βιβλιοπαρουσιαστές, γράφουν από μια φράση για μερικά ακόμη, τα αντιμετωπίζουν μεμονωμένα, σκιαγραφώντας την υπόθεση ενός εκάστου.
Ούτε καν τους ενοποιητικούς δεσμούς, που προκύπτουν από την παράταξη των διηγημάτων κατά τη χρονολογική σειρά της πρώτης δημοσίευσης, φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη. Εκτός κι αν τους παρακάμπτουν σκοπίμως. Παράδειγμα, ο έκτος τόμος, όπου, από τα 17 διηγήματα, τα 11 είναι εορταστικά, και ο όγδοος, με 8 εορταστικά διηγήματα από τα 14. Αυτόν τον εμφανή συνδετικό ιστό, οι δυο προλογιστές, ο Άγγελος Μαντάς και ο Ζουμπουλάκης, δεν τον σχολιάζουν. Αντ’ αυτού, αναπτύσσουν θέματα, που δείχνουν να συνδέονται με τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα. Ο πρώτος δεν αναφέρεται σε κανένα εορταστικό διήγημα, ούτε καν σε εκείνο του τίτλου, «Η Σταχομαζώχτρα», αλλά επιλέγει ως κυρίως θέμα ένα από τα πέντε υπολειπόμενα, «Η Μαυρομαντηλού», που τον απασχολεί εδώ και χρόνια, καθώς αποτέλεσε μικρό ολίσθημα της διδακτορικής του διατριβής. Ο δεύτερος επικεντρώνεται μεν σε ένα εορταστικό, το «Λαμπριάτικος ψάλτης», αλλά δεν τον ελκύει αυτό καθ’ αυτό το διήγημα ή, έστω, το πολυσυζητημένο προοίμιο. Ακόμη και την ημερομηνία πρώτης δημοσίευσής του φαίνεται να τη λησμονεί. Ο λόγος είναι πρόσφατο φιλολογικό εύρημα, για το οποίο ο ενθουσιασμός του είναι ακόμη μεγαλύτερος, καθώς η ανακοίνωσή του έγινε στο περιοδικό, που ο ίδιος διευθύνει.
Παρεμπιπτόντως, είναι αξιοσημείωτο, ότι, στα δεκαέξι συνολικά ένθετα κείμενα, σε κανένα δεν αναφέρεται, ούτε ως πληροφορία, ότι ο Παπαδιαμάντης έγραψε εορταστικά διηγήματα ή, ακριβέστερα, ότι, με αυτά ξεκίνησε και με αυτά πορεύτηκε μέχρι σχεδόν το τέλος του 19ου αι. Δηλαδή, μια μεγάλη περίοδο, που αντιστοιχεί στα δύο τρίτα του συγγραφικού του βίου. Επίσης, κανένας τόμος δεν τιτλοφορείται με τίτλο εορταστικού, πλην του έκτου, «Η Σταχομαζώχτρα και άλλα διηγήματα», στη επιλογή του οποίου, όμως, θα πρέπει να βάρυνε η κοινωνιολογική συνιστώσα...
Συνέχεια και Τέλος την επόμενη Κυριακή.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Λεζάντα φωτογραφίας: Πορτραίτο (ξυλογραφία) του Παπαδιαμάντη, το πρώτο (1941) από τα δύο, που φιλοτέχνησε ο χαράκτης Α. Τάσσος.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 4/12/2011.