(Εἰσήγηση στὴν Ἡμερίδα «Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ Παναγία ἡ Εἰκονίστρια», ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴ Σκιάθο τὸ Σάββατο 7 Ἰουλίου 2001, μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν ἐπετείων τῆς εὑρέσεως τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Παναγίας Εἰκονιστρίας καὶ τῶν 150 χρόνων ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη)
Τρίμορφον ἱερόν
Σεβαστοὶ ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀξιότιμε κύριε Δήμαρχε, ἀγαπητοὶ καὶ φιλόχριστοι πιστοὶ τῆς γείτονος νήσου Σκιάθου, εἶναι γιὰ μένα μεγάλη ἡ τιμὴ τὴν ὁποία μοῦ ἔκαμε ἡ Ἱερά μας Μητρόπολις, ὥστε νὰ μὲ καλέσει ὡς ὁμιλητὴ καὶ συνδαιτυμόνα στὴν ἐκδήλωση αὐτὴ ποὺ πραγματοποιεῖ σήμερα γιὰ τὸν Γέροντα τῆς Σκιάθου, τὸν Ἀλ. Παπαδιαμάντη. Εὐχαριστῶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τὸν σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας, τὸν Χαλκίδος κύριο Χρυσόστομο, τὸν Πρωτοσύγκελλό μας π. Διονύσιο, τὸν π. Χρυσόστομο καὶ τὸν κ. Δήμαρχο, γιὰ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔδειξαν στὴν ἐλαχιστότητά μου, ὥστε νὰ βρεθῶ ἀνάμεσά σας ὡς ὁμιλητής. Τὸ θὲμα δὲ ποὺ θὰ σᾶς ἀναπτὺξω εἶναι: «Τρίμορφον ἱερόν. Ἡ Θεοτόκος, ἡ Σκιάθος κι ὁ Ἀλ. Παπαδιαμὰντης.»
Ἡ ἄλλη ἱερὰ νῆσος τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, ἡ ἀμφιλεγόμενη στὴ συνείδηση τοῦ κόσμου, ἀφοῦ γιὰ τοὺς πολλοὺς θεωρεῖται μόνο κοσμοπολίτικη, ἡ νῆσος τῶν ἁγίων Κολλυβάδων καὶ τῶν φωτεινῶν Μορφῶν τῶν δύο Ἀλεξάνδρων, ἡ νῆσος Σκιάθος, πανηγυρίζει, τιμᾶ καὶ σεμνύνεται γιὰ δύο κεφαλαιώδεις ἑορτὲς ποὺ συμπίπτουν. Τὴν τῆς εὑρέσεως τῆς σεπτῆς Εἰκονος τῆς Παναγίας τῆς Εἰκονιστρίας, τῆς Κουνίστρας, τσ᾿ Κνιστριώτισσας κατ᾿ ἄλλους, καὶ τῆς μνήμης τοῦ γέροντος Ἀλεξάνδρου παπα-Ἀδαμαντίου Ἐμμανουήλ, ποὺ ἐφέτος συμπληρώθηκαν 150 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννησή του καὶ 90 ἀπὸ τὴν ἐκδημία του. Πέρυσι, ποὺ εἶχαν συμπληρωθεῖ 150 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Μωραϊτίδη, ἐλάχιστοι τὸ θυμήθηκαν.
Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰ. ἢ καὶ παλαιότερα πολιοῦχος αὐτοῦ τοῦ νησιοῦ καὶ Ἔφορος εἶναι ἡ Παναγία. Αὐτὸ ὀφείλεται ἀσφαλῶς, τόσο στὴν θαυματουργὸ εὕρεση τῆς περιπύστου εἰκόνος Της, ἀπὸ τὸν ὁσιακῆς βιοτῆς χαρισματικὸ Γέροντα Συμεών, ὅσο κι ἀπὸ τὴν γειτνίαση μὲ τὸν ἱερὸν Ἄθωνα, «τὸν οὐρανογείτονα», ὅπως τὸν καλεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, φίλος κι αὐτὸς τῆς Σκιάθου, μὲ τὸν ὁποῖο Ἄθωνα ἄλλωστε διατηροῦσε στενοὺς πνευματικοὺς δεσμούς, διὰ τῶν μετοχίων, τὰ ὁποῖα οἱ ἁγιορειτικὲς μονὲς ἵδρυσαν στὴν Σκιάθο.
Μάλιστα, καὶ στὴ γείτονα Σκόπελο, πρὶν θεσπιστεῖ ὡς πολιοῦχος τοῦ νησιοῦ ὁ ἅγιος Ρηγῖνος ἡ Παναγία ἦταν πολιοῦχος ἐκεῖ καὶ Ἔφορος, ὅπως καὶ «σὲ ὅλα τὰ νησία», κατὰ τὸν λόγο τοῦ σκοπελίτη λογίου μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε. Αὐτὸ λοιπὸν σημαίνει μιὰ ἰδιαίτερη τιμὴ καὶ λατρεία τοῦ συμπλέγματος τῶν Βορείων Σποράδων, στὸ πρόσωπο τῆς Κυρίας Θεοτὸκου. Καὶ δὲν εἶναι διόλου ὑπερβολὴ ἂν ποῦμε, πὼς ἡ ἐτυμολογία τῆς λ. Σκιάθος, ὡς Σκιᾶς-τοῦ Ἄθω, ἔχει κι αὐτὴ τὴ σημασία της, ποὺ ὡστόσο διαφεύγει ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς στενῆς γραμματολογίας καὶ σημασιοδοτεῖ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα καὶ ζωή, τὴν ὁποία ἀκτινοβολεῖ ὁ ἱερὸς Ἄθωνας καὶ ἀποδέχεται αὐτὸ τὸ νησὶ ἢ καὶ ἡ εὑρύτερη περιοχή του.
Ὁ Κωστῆς Μπαστιᾶς πολὺ σοφὰ ἔγραψε πρὶν ἀπὸ μισὸ αἰῶνα καὶ παραπάνω, πὼς ἡ Σκιάθος δὲν εἶναι, δὲν ὑπῆρξε καί, συμπληρώνω ἐγώ, δὲν θὰ ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ γίνει «ὥσπερ γῆ Αἰγύπτου», ὁ χῶρος δηλαδὴ ποὺ θὰ τὸν συνταράσσει ἡ ἁμαρτία, ὅπως λ.χ. τὴν ἁμαρτωλὴ Ἀλεξάνδρεια στὰ χρόνια τοῦ Μ. Ἀντωνίου, ἀλλὰ θὰ παραμείνει, ἔστω καὶ μὲ τὴν ἐλλειπτική της πνευματικότητα, ἀπότοκη τοῦ ὀμιχλώδους συγχρόνου βίου μας, «σκεῦος ἐκλογῆς».
Ξέρω, πὼς ἀκούγεται στὶς μέρες μας παράλογος αὐτὸς ὁ τρόπος, αὐτὴ ἡ στάση προσέγγισης τῆς Σκιάθου. Μάλιστα, ὅταν εἶναι καὶ ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς πλέον διαφημισμένους νησιωτικοὺς χώρους στὸ παγκόσμιο φόρουμ. Ὡστόσο, γιὰ μᾶς ποὺ ἐπιμένουμε μὲ φαντασία, πίστη καὶ ἀγάπη στὴν ἑλληνορθόδοξη παραδοσή μας νὰ προσεγγίζουμε τὸν ἱερὸ τοῦτο τόπο μὲ τὸ δέος καὶ τὴν ἁρμόζουσα εὐλάβεια, γιατὶ τὰ χώματα αὐτὰ τὰ καθαγίασαν ἱερὲς Μορφές, ἁγιασμένες, ἡ Σκιάθος ἀποτελεῖ τὸ «προχωρημένο φυλάκιο τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ», γιὰ νὰ θυμηθῶ καὶ πάλι τὸν μακαριστὸ Κ. Μπαστιᾶ. Μοναστήρια, ἐκκλησάκια, ἡσυχαστήρια, ἀφιερωμένα τὰ περισσότερα στὴ Χάρη της, δαπανοῦν ἀφειδώλευτα τὴν ἁγιοπνευματικὴ δρόσο σ᾿ ὅσους τὴν ἐπιζητοῦν. Γιατὶ ἄν, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, σήμερα στὴ Σκιάθο ἀπουσιάζει κοινότης μοναχῶν, ἐν τούτοις ἀπομένει ἡ μνήμη, ἡ παράδοση καὶ πρὸ πάντων ἡ ἁγιοτόκος ἀθωνικὴ εὐλογία νὰ σκέπει μὲ τὴν προστασία τῆς Παναγίας τὸν ἀσκούμενο ἐν μέσῳ καμίνου καιομένης αὐτὸν τὸν τόπο.
Ἑπομένως ἡ Σκιὰθος καὶ ἡ Παναγὶα μας συμβιὼνουν ἀναμφισβὴτητα σὲ μιὰ προοπτικὴ σχὲσης καὶ, ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὁ ὃρος, ἀλληλοπεριχώρησης: γιατὶ ἡ Παναγία κατοικεῖ καὶ τὸν νησιωτικὸ τοῦτο τόπο, ἀλλὰ καὶ ὁ τόπος ἔχει τὴν ἀνάγκη τῆς Παναγίας. Κι αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς πολὺ ἐμφαντικὰ νὰ τὸ διαπιστώσει, ὄχι μόνο στὰ θαύματα τῆς πολιούχου Παναγίας τῆς Εἰκονιστρίας, ἀλλὰ καὶ στὰ ὅσα διασώζει ἡ γραφίδα τοῦ Παπαδιαμάντη, γιὰ τὴ λαϊκὴ θρησκευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν παλιῶν Σκιαθιτῶν στὸ Πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Τὰ παραθέματα εἶναι ἐνδεικτικὰ νομίζω αὐτῆς τῆς ἀταλάντευτης πίστης. «Τὸ πάλαι ἐδῶ, στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας δηλ. σημειώνει ὸ Ππδ. στὸ διήγημα Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου, οἱ χριστιανοί, ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ἄσματος ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν...» Τὸ ἴδιο θάλπος, τὴν παραμυθία, ἀλλὰ καὶ τὸν «φόρον εὐλαβείας» ἐπιζητοῦν οἱ προσκυνητὲς στὸ πανηγὺρι τῆς Παναγὶας τῆς Κεχριᾶς, καθὼς προσεγγίζουν «τὴν σεβασμίαν καὶ παλαιὰν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως...», ὅπως ἐπίσης κι οἱ ἀθεράπευτα νοσταλγοὶ τοῦ Κάστρου καὶ διακονητὲς τῆς Παναγίας τῆς Μεγαλομάτας, τῆς Βροντιώτισσας, ὅπως τὴν ἀναφέρει ὁ Μωραϊτίδης, ἀπὸ τὸν στίχο τῶν Χαιρετισμῶν «Χαῖρε ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα». Ἀλλὰ τὰ παραθέματα δὲν τελειώνουν.
Κι ἀφοῦ ὁδηγήθηκε ὁ λόγος στὸ ἄλλο πρόσωπο ποὺ τιμᾶμε, τὸν Παπαδιαμάντη, δηλαδὴ θὰ χρειαστεῖ νὰ συνεχίσω καὶ νὰ πῶ, ὅτι ἡ θεομητορικὴ εὐλάβειά του εἶναι μὲν ἐμφανὴς στὰ διηγήματά του, ὡστόσο γιὰ νὰ αἰτιολογηθεῖ πρέπει νὰ προσέξουμε μὲ λεπτομερειακὸ τρόπο τὴ διήγηση τῆς εὑρέσεως τῆς Παναγίας τῆς Κουνίστρας, ἀλλὰ καὶ τὶς σημειώσεις τοῦ ἴδιου τοῦ Ππδ. Ἐπιχειρῶ μιὰ προσέγγιση ὅσο γίνεται πιὸ σύντομη, γιὰ τὴν οἰκονομία τοῦ χρόνου.
Στὰ μέσα περίπου τοῦ 17ου αἰ. - ὁ Ἀλ. Μωραϊτίδης σημειώνει τὴ σημαδιακὴ χρονολογία 1660- ἡ θαυματουργὸς ἐμφάνιση τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας γίνεται γιὰ τὴ Σκιάθο πιὰ «θεόπεμπτον κειμήλιον», ἀλλὰ καὶ πολιοῦχος. Αὐτὸ σήμαινε, πὼς μέσα σὲ χρόνια δύσκολα, τὰ ὁποῖα διῆλθε τὸ νησὶ - βλ. πειρατικὲς καταδρομές, λεηλασίες, κι ἄλλα παρόμοια, ποὺ δέχτηκε τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Ἐκείνη στάθηκε καὶ στέκεται ἀρωγὸς ἐν παντὶ πράγματι, φρουρὸς καὶ προστάτις. «Πολλοὺς δὲ ἁγιασμοὺς καὶ ἰάσεις εἰς τοὺς μετὰ πίστεως ἐπικαλουμένους ἐνεργεῖ, δι᾿ αὐτῆς τῆς πανσέπτου εἰκόνος τῆς θεομήτορος» ἐπισημειώνει στὴν ἱστορία τῆς εὑρέσεως τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος ὁ Ππδ. Γιὰ νὰ συνεχίσει στὸ ποίημά του, τὸ ὁποῖο ἔγραψε σὲ στιγμὲς κατανύξεως καὶ μὲ δομικὸ στοιχεῖο τὴν προσευχή,
κι ἡ χάρη σου ξαπλώθηκε ὣς τὰ πέρατα
τοῦ εἰρηνικοῦ νησιοῦ τῆς Σκιάθου,
ὦ Παναγία μου, κόρη πάναγνη καλή.
Κι ἴσως νὰ φτάσει κι ὡς ἐμένα καὶ ν᾿ ἁπλώσει
γαλήνη στὴν ψυχή μου τὴν ἁμαρτωλή.
Τὰ παραπάνω, ἔχω τὴν ταπεινὴ ἐντύπωση πὼς δὲν εἶναι μόνο μιὰ προσωπικὴ κατάθεση πίστεως καὶ ὁμολογίας του στὸ πρόσωπο τῆς Θεομήτορος, ἀλλὰ παράλληλα ἐκφράζουν μιὰ βαθειὰ πνευματικὴ σχέση μὲ τὸ μοναστήρι τῆς Κουνίστρας, μὲ τὸ ὁποῖο ἡ οἰκογένεια τοῦ Ππδ. διατηροῦσε ἀπὸ παλαιὰ πνευματικοὺς δεσμούς. Πρέπει δὲ νὰ τὸ θεωροῦσε κι ὡς παππουδικό, σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα πιστεύουμε καὶ μὲ ἄγραφο ἐθιμικὸ τρόπο διατηροῦμε στὰ μέρη μας. «Εἰς τὸ μονύδριον τῆς Παναγία τῆς Κουνίστρας, κατὰ τὸ μεσημβρινοδυτικὸν παράλιον τῆς νήσου Σκιάθου, εὑρίσκεται ἡ παλαιὰ καὶ πάνσεπτος θαυματουργὸς εἰκὼν τῆς Παναγίας τῆς Κουνίστρας, ζωγραφισμένη ὡς κόρη ἀνήλικος ἀκόμη πρὸ τοῦ θείου Εὐαγγελισμοῦ. Εἰς τὸ μονύδριον τοῦτο ἔζησαν κατὰ τὰ τέλη τοῦ ΙΗ´ καὶ κατ᾿ ἀρχὰς τοῦ ΙΘ´ αἰ. ἑξ. πλάγιοι ἀνιόντες συγγενεῖς μου ὅλοι ἱερομόναχοι». Καὶ πιστεύω, πὼς δὲν εἶναι διόλου ξένο μὲ τὸν ψυχισμὸ τοῦ Ππδ. αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει στὸ διήγημά του «Ὁ νεκρὸς ταξιδιώτης», ὅτι δηλαδὴ ὁ ναυαγὸς «ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ ἔπλευσε εἰς τὸ κῦμα καὶ ἀπέδωκε τὴν ψυχήν του πελαγωμένος εἰς τὴν πάλην μὲ τὸν χάρον τὸν θαλάσσιον, δὲν ἔπαυσε ν᾿ ἀντικρύζῃ τὸν ἔρημον ναΐσκον τῆς Παναγίας τῆς Κνιστριώτισσας πέραν, εἰς τὸ δυτικὸν πλάγι τοῦ χαριτωμένου νησίου. Ἐκεῖ λοιπὸν ἀγνάντευε κ᾿ ἐκεῖ ἦτον προσκολλημένος ὁ πόθος του, μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς του». Καὶ φυσικὰ γιὰ τὸν πόθο, τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Ππδ. δὲν ἔχω τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία τὸ ποῦ ἦταν προσκολλημένα.
Ἐπιχειρώντας μιὰν ἁπλὴν ἰχνογράφηση τοῦ τριμόρφου: Παναγία, Σκιάθος, Παπαδιαμάντης, ὁδηγούμαστε στὸ συμπέρασμα, πὼς εἶναι ἀδὺνατο νὰ διανοηθοῦμε τὴν Σκιάθο χωρὶς τὴ χάρη καὶ τὴ σκὲπη τῆς Παναγίας καὶ τὸν Παπαδιαμάντη, χωρὶς Αὐτῆς ταῖς πρεσβείαις καὶ τὴν εὐλογία, νὰ συνθέτει ὅ,τι ἐκεῖνος πρόσφερε. Δὲ μιλῶ ὡς γραμματολόγος, ποὺ ψάχνει μὲ πειθαρχημένους κανόνες κι αὐστηρὴ κριτικὴ ματιὰ τὰ κείμενα. Ἀλλά, ὡς ὁμόδοξος ἐπίγονός του, ποὺ ψαύει στὶς σελίδες του Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλλάδα. Λαμβάνω δὲ ὑπ᾿ ὄψη μου τὸ πνευματικὸ ἕρμα μὲ τὸ ὁποῖο ταξιδεύει ἕναν αἰῶνα τώρα τὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο, ἕνα ἔργο πνευματικῆς γονιμότητος καὶ φιλοθέου προσφορᾶς. Κι αὐτὸ μοῦ ἀρκεῖ.
Μὲ ἰδιαίτερη συγκίνηση ἀφιερώνω αὐτὸ τὸ ταπεινό μου πόνημα στὴ μνήμη τοῦ φίλου Χρήστου Β. Χειμῶνα, ποὺ ἐφέτος τὸν Αὔγουστο, τὸν μήνα τῆς Παναγίας συμπληρώνονται τρία χρόνια ἀπὸ τὴν ἐκδημία του. Καὶ μνημονεύω τὴν μορφή του, γιατὶ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ποὺ εἶχε προτείνει, ὅπως τὸ ἔτος 2000 κηρυχθεῖ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ οἰκογένεια τοῦ τόπου, ὡς ἔτος Ἀλ. Μωραϊτίδη, κάτι ποὺ δυστυχῶς δὲν πραγματοποιήθηκε, καὶ 2001 ἔτος Ἀλ. Παπαδιαμάντη. Εἶναι κι αὐτό, πιστεύω, μιὰ πρόσθετη τιμὴ στὸν κοινὸ φίλο καὶ στοὺς σεβαστούς μας Γέροντες, τοὺς Ἀλέξανδρους τῆς Σκιάθου. Σᾶς εὐχαριστῶ.
Σημείωση
Γιὰ νὰ μὴν κουράσω τὸν ἀναγνώστη μου παραθέτοντας μαζὶ μὲ τὸ κείμενο μιὰ σειρὰ σχολαστικῶν παραπομπῶν-σημειώσεων, ἀναφέρω ἐδῶ τὰ ἀναγκαῖα ἐκεῖνα βοηθήματα, τὰ ὁποῖα θὰ τὸν ἐνημερώσουν καλύτερα.
1. Ἀλ. Παπαδιαμάντης, ΑΠΑΝΤΑ. κριτικὴ ἔκδοση Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. ΔΟΜΟΣ, τ. 1-5, Ἀθήνα
2. Ἀλ. Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ Βορηᾶ τὰ κύματα, σειρὲς Δ´ (1925) καὶ Ε´ (1926)
3. Κωστῆς Μπαστιᾶς, Παπαδιαμάντης, Δοκίμιο, Ἀθήνα 1962
4. Ἰω. Ν. Φραγκούλας, Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Κουνίστρας τῆς Σκιάθου, Βόλος 1995
5. Ἀντώνιος Φλ. Κατσουρός, Ἡ Παναγία ἡ Κουνιστριώτισσα, Ἀθῆναι 1974 (ἀνάτυπο ἀπὸ τὸν 16ο τ. ἀρ. τευχ. 4 τοῦ περ. ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ)
6. Παναγία ἡ Κουνίστρια, ἤτοι Ἱστορία τῆς Ἱερᾶς καὶ Σεβασμίας Μονῆς τῆς Εἰκονιστρίας, τῆς ἐν τῇ νήσῳ Σκιάθῳ, ἐπιμελείᾳ πρωτ. Γεωργίου Ἀ. Σταματᾶ, Ἐν Ἀθήναις 1993